3. Morrissey - Low In High School (BMG)
Αν έχει τύχει να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες κάποια στιγμή, τότε είναι πιθανό να γνωρίζεις τη σχέση μου με τον Moz. Αν πάλι τη γλίτωσες, τότε έχω να ομολογήσω -πριν συνεχιστεί αυτό το κείμενο- πως σε ό,τι ακολουθήσει η οπτική δε θα είναι καθόλου αντικειμενική. Γιατί, αν και παιδιάστικο στα 30 μου να μιλάω για "αγαπημένη μπάντα/ καλλιτέχνη" όπως μου έχει επισημάνει κάποιο βράδυ ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούν ακόμη να επηρεάσουν τα κριτήριά μου, ο Morrissey και κατ' επέκταση οι Smiths θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη στην κορυφή της desert island λίστας μου.
Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Ενδέκατος σόλο δίσκος και εκεί που μέχρι και οι πιο φανατικοί σαν και του λόγου μου είχαμε σχεδόν παραιτηθεί από την προσδοκία να κυκλοφορήσει κάτι ιδιαιτέρως αξιόλογο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα σηκώναμε τα μανίκια για να τον υπερασπιστούμε ανά πάσα στιγμή), ήρθε το Low In High School να μας επαναφέρει στη μοναδική πραγματικότητα του Morrissey. Μπορεί το πρώτο single και προπομπός του δίσκου "Spent the Day in Bed" να μου φάνηκε σαν jingle για σούπερ μάρκετ, όμως έδειξε τη χαρακτηριστική μορισεϊκή πυγμή ότι επέστρεψε για να κάνει σαματά.
Και ποιος καλύτερος τρόπος για έναν εξηντάρη Άγγλο, που έφαγε τα νιάτα του στην προβοκατόρικη πανκ Βρετανία του '70, από το να προμοτάρει τον δίσκο παίζοντας το μιντιακό παιχνίδι της υπερβολής και πυροδοτώντας πάθη με τις δηλώσεις του; Στο στόχαστρό του για άλλη μία φορά μπαίνει η βασιλική οικογένεια και ο βρετανικός τρόπος ζωής, αλλά το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα ρίχνοντας, πλέον, τα βέλη του στο brexit, στο Ισραήλ και στην αστυνομική βία. Αυτή η κίνηση φαντάζει λίγο παρωχημένη σε μια εποχή που με ένα hashtag όλοι μπορούν να γίνουν λιγουλάκι επαναστάτες, αλλά ο Moz δεν είχε δεν έχει και δε θα έχει να φοβάται τίποτα και κανέναν. Ήταν πάντα υπέρ της ατομικότητας ή, μάλλον, υπέρ της ατομικής εξύψωσης για να φοβηθεί politically correct επικρίσεις από παραιτημένους συνομιλήκους του ή από εικοσάχρονα φερέφωνα του Pitchfork.
Μπορεί να έχασε ως ένα σημείο την επαφή με το κοινό του, γιατί καλώς ή κακώς, όταν τραγουδάει για το άσκοπο της ζωής ή για τη μοναξιά ακουμπάει περισσότερες καρδιές, αλλά σαν καλλιτέχνης δε συμβιβάστηκε ποτέ με όσα τον ανέδειξαν για δύο δεκαετίες στη σημαντικότερη φωνή των απανταχού ευαίσθητων και ρομαντικών. Γιατί, όπως έγραψε και το Fact Mag, ο Morrissey σ' αυτόν τον δίσκο επέλεξε να φορέσει την "αναρχία" του σαν παράσημο τιμής και να χαράξει για άλλη μια φορά τον δικό του δρόμο χωρίς να δώσει σημασία σε πωλήσεις και βραβεύσεις. Δεν τα έχει ανάγκη, γιατί ακόμα και σήμερα το κοινό είναι πιο φανατισμένο από ποτέ μαζί του, οι συναυλίες του είναι πάντα sold out και οι δίσκοι του πωλούνται σα ζεστά κουλούρια Θεσσαλονίκης.
Την τελευταία φορά που τον είδα live είπα από μέσα μου, πριν τελειώσει το encore, πως θα ήταν συνειδητά η τελευταία, γιατί δε θα ήθελα να χαλάσει η "ρομαντική" εικόνα μου γι' αυτόν, ούτε και θα ήθελα να τον κατεβάσω από το βάθρο όπου τον είχα αναγάγει, λόγω της φυσιολογικής φθοράς που προκαλεί ο χρόνος. Μόλις βγήκα από τον συναυλιακό χώρο, είχα ήδη δεύτερες σκέψεις. Μόλις άκουσα το Low In High School, ξεκίνησα να ψάχνω πού θα τον ξαναπετύχω ζωντανά.
Και αυτός ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται, μάλλον, εις το διηνεκές.
Αν έχει τύχει να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες κάποια στιγμή, τότε είναι πιθανό να γνωρίζεις τη σχέση μου με τον Moz. Αν πάλι τη γλίτωσες, τότε έχω να ομολογήσω -πριν συνεχιστεί αυτό το κείμενο- πως σε ό,τι ακολουθήσει η οπτική δε θα είναι καθόλου αντικειμενική. Γιατί, αν και παιδιάστικο στα 30 μου να μιλάω για "αγαπημένη μπάντα/ καλλιτέχνη" όπως μου έχει επισημάνει κάποιο βράδυ ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούν ακόμη να επηρεάσουν τα κριτήριά μου, ο Morrissey και κατ' επέκταση οι Smiths θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη στην κορυφή της desert island λίστας μου.
Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Ενδέκατος σόλο δίσκος και εκεί που μέχρι και οι πιο φανατικοί σαν και του λόγου μου είχαμε σχεδόν παραιτηθεί από την προσδοκία να κυκλοφορήσει κάτι ιδιαιτέρως αξιόλογο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα σηκώναμε τα μανίκια για να τον υπερασπιστούμε ανά πάσα στιγμή), ήρθε το Low In High School να μας επαναφέρει στη μοναδική πραγματικότητα του Morrissey. Μπορεί το πρώτο single και προπομπός του δίσκου "Spent the Day in Bed" να μου φάνηκε σαν jingle για σούπερ μάρκετ, όμως έδειξε τη χαρακτηριστική μορισεϊκή πυγμή ότι επέστρεψε για να κάνει σαματά.
Και ποιος καλύτερος τρόπος για έναν εξηντάρη Άγγλο, που έφαγε τα νιάτα του στην προβοκατόρικη πανκ Βρετανία του '70, από το να προμοτάρει τον δίσκο παίζοντας το μιντιακό παιχνίδι της υπερβολής και πυροδοτώντας πάθη με τις δηλώσεις του; Στο στόχαστρό του για άλλη μία φορά μπαίνει η βασιλική οικογένεια και ο βρετανικός τρόπος ζωής, αλλά το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα ρίχνοντας, πλέον, τα βέλη του στο brexit, στο Ισραήλ και στην αστυνομική βία. Αυτή η κίνηση φαντάζει λίγο παρωχημένη σε μια εποχή που με ένα hashtag όλοι μπορούν να γίνουν λιγουλάκι επαναστάτες, αλλά ο Moz δεν είχε δεν έχει και δε θα έχει να φοβάται τίποτα και κανέναν. Ήταν πάντα υπέρ της ατομικότητας ή, μάλλον, υπέρ της ατομικής εξύψωσης για να φοβηθεί politically correct επικρίσεις από παραιτημένους συνομιλήκους του ή από εικοσάχρονα φερέφωνα του Pitchfork.
Μπορεί να έχασε ως ένα σημείο την επαφή με το κοινό του, γιατί καλώς ή κακώς, όταν τραγουδάει για το άσκοπο της ζωής ή για τη μοναξιά ακουμπάει περισσότερες καρδιές, αλλά σαν καλλιτέχνης δε συμβιβάστηκε ποτέ με όσα τον ανέδειξαν για δύο δεκαετίες στη σημαντικότερη φωνή των απανταχού ευαίσθητων και ρομαντικών. Γιατί, όπως έγραψε και το Fact Mag, ο Morrissey σ' αυτόν τον δίσκο επέλεξε να φορέσει την "αναρχία" του σαν παράσημο τιμής και να χαράξει για άλλη μια φορά τον δικό του δρόμο χωρίς να δώσει σημασία σε πωλήσεις και βραβεύσεις. Δεν τα έχει ανάγκη, γιατί ακόμα και σήμερα το κοινό είναι πιο φανατισμένο από ποτέ μαζί του, οι συναυλίες του είναι πάντα sold out και οι δίσκοι του πωλούνται σα ζεστά κουλούρια Θεσσαλονίκης.
Την τελευταία φορά που τον είδα live είπα από μέσα μου, πριν τελειώσει το encore, πως θα ήταν συνειδητά η τελευταία, γιατί δε θα ήθελα να χαλάσει η "ρομαντική" εικόνα μου γι' αυτόν, ούτε και θα ήθελα να τον κατεβάσω από το βάθρο όπου τον είχα αναγάγει, λόγω της φυσιολογικής φθοράς που προκαλεί ο χρόνος. Μόλις βγήκα από τον συναυλιακό χώρο, είχα ήδη δεύτερες σκέψεις. Μόλις άκουσα το Low In High School, ξεκίνησα να ψάχνω πού θα τον ξαναπετύχω ζωντανά.
Και αυτός ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται, μάλλον, εις το διηνεκές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου