4. The Good, the Bad & the Queen - Merrie Land (Studio 13)
Δώδεκα χρόνια μετά το ντεμπούτο της, η παρέα του Damon Albarn επιστρέφει δισκογραφικά για να εξερευνήσει τη σημασία τού να χαρακτηρίζεσαι Άγγλος το 2018.
Μακριά από μορισεϊκές εθνομπερδεμένες γραφικότητες, με μια διεθνιστική οπτική, ψάχνει να βρει τι έγινε για να φτάσουν στο Brexit και πού τους οδήγησαν τόσοι αιώνες πατριωτικής υπερηφάνειας για το μεγαλείο της κάποτε Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Όλη αυτή η σπουδή στην κατάσταση της αγγλικής κοινωνίας ντύνεται με μουσική απ' όλο το φάσμα των μειονοτήτων που απαρτίζουν τη σύγχρονη Αγγλία. Η folk των γηγενών, τα afrobeat τύμπανα των αφρικανών μεταναστών και η dub-reggae κουλτούρα της Καραϊβικής, που τόσο καλά αφομοίωσε -ήδη από τη δεκαετία του '60- όποια μπάντα του νησιού σεβόταν τον εαυτό της. Όλα καλά ως εδώ.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, σε αυτή την κυκλοφορία είναι τα μέλη της μπάντας. Τι χρειάζεται για να δώσουμε τον χαρακτηρισμό supergroup; Δεν είναι σαν ορισμός κάπως παρωχημένος και αναχρονιστικός; Όταν έχεις, όμως, τον Tony Allen (βλ. Fella Kuti) πίσω από τα τύμπανα, τον Simon Tong των Verve στις κιθάρες και τον θρύλο των Clash, Paul Simonon, στο μπάσο, δεν υπάρχει καταλληλότερος όρος από το supergroup για να τους δώσουμε.
Στο Merrie Land ακούμε ξεκάθαρα μία από τις σπάνιες περιπτώσεις τέτοιων συνεργασιών, που δεν είναι ξεπέτες. Υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες που αναρωτιούνται, ψάχνονται και πράττουν με αξιοπρέπεια προς την τέχνη τους και το ειδικό βάρος του παρελθόντος τους.
Καλά, ας μην κρύβομαι όμως. Πεντάδα θα έμπαινε όπως και να ήταν ο δίσκος, λόγω του Simonon. Ξέρετε τώρα, "μόνο Clash ρε φλώροι" και άλλα τέτοια γηπεδικά.
Δώδεκα χρόνια μετά το ντεμπούτο της, η παρέα του Damon Albarn επιστρέφει δισκογραφικά για να εξερευνήσει τη σημασία τού να χαρακτηρίζεσαι Άγγλος το 2018.
Μακριά από μορισεϊκές εθνομπερδεμένες γραφικότητες, με μια διεθνιστική οπτική, ψάχνει να βρει τι έγινε για να φτάσουν στο Brexit και πού τους οδήγησαν τόσοι αιώνες πατριωτικής υπερηφάνειας για το μεγαλείο της κάποτε Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Όλη αυτή η σπουδή στην κατάσταση της αγγλικής κοινωνίας ντύνεται με μουσική απ' όλο το φάσμα των μειονοτήτων που απαρτίζουν τη σύγχρονη Αγγλία. Η folk των γηγενών, τα afrobeat τύμπανα των αφρικανών μεταναστών και η dub-reggae κουλτούρα της Καραϊβικής, που τόσο καλά αφομοίωσε -ήδη από τη δεκαετία του '60- όποια μπάντα του νησιού σεβόταν τον εαυτό της. Όλα καλά ως εδώ.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, σε αυτή την κυκλοφορία είναι τα μέλη της μπάντας. Τι χρειάζεται για να δώσουμε τον χαρακτηρισμό supergroup; Δεν είναι σαν ορισμός κάπως παρωχημένος και αναχρονιστικός; Όταν έχεις, όμως, τον Tony Allen (βλ. Fella Kuti) πίσω από τα τύμπανα, τον Simon Tong των Verve στις κιθάρες και τον θρύλο των Clash, Paul Simonon, στο μπάσο, δεν υπάρχει καταλληλότερος όρος από το supergroup για να τους δώσουμε.
Στο Merrie Land ακούμε ξεκάθαρα μία από τις σπάνιες περιπτώσεις τέτοιων συνεργασιών, που δεν είναι ξεπέτες. Υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες που αναρωτιούνται, ψάχνονται και πράττουν με αξιοπρέπεια προς την τέχνη τους και το ειδικό βάρος του παρελθόντος τους.
Καλά, ας μην κρύβομαι όμως. Πεντάδα θα έμπαινε όπως και να ήταν ο δίσκος, λόγω του Simonon. Ξέρετε τώρα, "μόνο Clash ρε φλώροι" και άλλα τέτοια γηπεδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου