Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Λίγες σκέψεις για τον Thurston Moore με αφορμή το νέο του δίσκο

 Το να γράψεις βαρύγδουπες φανφάρες για ένα rocknroll icon όπως ο Thurston Moore (με αφορμή τον νέο του δίσκο το Rock 'n' roll consiousness) δεν είναι και τίποτα δύσκολο. Ο Thurston γεννάει τους δίσκους τόσο αβίαστα και τακτικά με αποτέλεσμα να διαβάζεις κριτικές -άλλοτε αγιογραφίες και άλλοτε επιτηδευμένους παιάνες- συχνά πυκνά. Όλοι τον αγαπούν, λίγοι τον καταλαβαίνουν και ελάχιστοι τον έχουν αντιληφθεί βαθιά.
    Από τις αρχές των 80’s με τους πρωτοπόρους Sonic Youth, ως το 2014 και τους σόλο δίσκους μιας μπάντας όπου δικαίως μπορεί να αποκαλείται The Thurston Moore band (Stevey Shelley των SY, Debbie Goose των My bloody Valentine και James Sedwards των Chrome Hoof) και από τις πειραματικές ηχητικές αναζητήσεις παρέα με τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του noise ως την ηρεμία της ακουστικής του κιθάρας μπορεί να έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και ένας τετραψήφιος αριθμός συναυλιών, μα η ουσία παραμένει η ίδια: ο διακαής πόθος για την ανάδειξη μιας παγκόσμιας μουσικότητας που ξεπερνά και καταστρέφει τις όποιες ταμπέλες παράγει το επιχειρηματικό δαιμόνιο της δισκογραφικής βιομηχανίας και αναπαράγει το φιλόμουσο ακροατήριο.
   Το να είσαι ακούραστος είναι εύκολο. Το να είσαι ακούραστος και να χαλιναγωγείς το πηγαίο συναίσθημα, μετουσιώνοντας το σε συνθετική, κιθαριστική και ενορχηστρωτική δεινότητα επί 35 χρόνια ασταμάτητα, είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Λίγοι έχουν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο. Όλοι, σε συζητήσεις περί μουσικής έχουν ακούσει την εξής ατάκα: «Καλή η τάδε μπάντα, αλλά πρέπει να σταματήσει επιτέλους» ή «φοβερός ο τάδε τραγουδιστής αλλά έχει γεράσει και οφείλει να αποσυρθεί». Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να ξεστομίσει κάτι τέτοιο για τον Thurston Moore. Ο τύπος δεν έχει δώσει ποτέ το δικαίωμα σε κανέναν να δηλώσει ότι η σύνταξη ίσως είναι η καλύτερη λύση για τον άνθρωπο που δίδαξε (και συνεχίζει ακόμα να διδάσκει) ότι το noise δεν είναι ένα extreme sport για ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν απερίσκεπτα πετάλια με περίεργα ονόματα, αλλά μια χαώδης εγκεφαλική κατάσταση, ψυχαναγκαστικά και πειθαρχημένα δομημένη μέσα στη μουσική. Και δεν είναι μόνο το noise. Σόλο που κάνουν τους τεχνοκράτες του metal να μοιάζουν με παιδιά του ωδείου, μια ντουζίνα κουρδίσματα που διευρύνουν τον ερμηνευτικό ορίζοντα της κιθάρας, atonal παιξίματα που σε κάνουν να μην βρίσκεις την έξοδο από τα ηχοτοπία που δημιουργούνται και riff απλά, αλλά όχι απλοϊκά που κάνουν τα κεφάλια να κουνιούνται και τα πόδια να χορεύουν.



    Με τους Sonic Youth μετράει δεκαέξι δίσκους (ο ένας με το όνομα Ciccone Youth) και είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις κάποιους από αυτούς. Η εποχή όπου το no wave χάραζε βαθιά σημάδια στο νεοϋορκέζικο rocknroll φτάνοντας μέχρι το Seattle (με πιάνεις;) πέρασε. O Thurston το καρφίτσωσε περήφανα στους πρώτους δίσκους των SY (Confusion is sex 1983, Bad moon rising 1985, EVOL 1986) μα αν ψάξεις λίγο καλύτερα θα το δεις να υποβόσκει σε όλες τις δισκογραφικές του δουλειές. Έπειτα ήρθε ο καιρός των εμβληματικών δίσκων που -τουλάχιστον στη δική μου συνείδηση- επισκίασαν τις rocknroll υπερδυνάμεις της Αμερικής των 90’s: Sister (1987), Daydream Nation (1988), Goo (1990), Dirty (1992). Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 αρχίζουν να ηρεμούν μειώνοντας την ταχύτητα και τη βρωμιά χωρίς όμως να κάνουν εκπτώσεις στην καθαρά προσωπική και άκρως χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη αισθητική τους. Ξεχωρίζουν το πολυαγαπημένο Experimental jet set, trash and no star (1994), το Sonic Nurse (2004) και το Rather Ripped (2006). Το The Eternal που κυκλοφόρησε το 2009 θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα των θρυλικών Sonic Youth.


    Και μετά ήρθε το χάος. Ο χωρισμός με την Kim Gordon και η διάλυση της μπάντας. Οι φανς των Sonic Youth έκαναν φύλο και φτερό τα μουσικά tabloids εκείνο διάστημα και ρίχνανε τις ευθύνες της διάλυσης, πότε στην Kim και πότε στον Thurston. Αν είσαι κι εσύ φαν της μπάντας, ξέρεις τι εννοώ. Και πριν καλά καλά συνέλθουμε από το σοκ, οι solo δίσκοι των πρώην SY άρχισαν να ρέουν. Κάποιος είχε πει πως τα αγόρια της μπάντας πιάσανε τις ακουστικές κιθάρες και γράφανε τραγουδάκια, ενώ η Kim κλείστηκε σε κάτι που το ξέρει καλά, στο noise (βλ. Body/Head) και στα εικαστικά. Όπως και να χει, σε κανέναν δεν εμφανίστηκε η ανάγκη να παίξει διαφορετική μουσική από αυτή που έπαιξαν οι SY. Και συνέχισαν να μας ανταμείβουν πλουσιοπάροχα.  
    Ο Thurston άρχισε τις εξαιρετικές solo δουλειές πριν τη διάλυση των SY: Trees outside the academy (2007) και demolished thoughts (2011) με βάση τον ακουστικό κιθαριστικό ήχο και τα minimal The best day (2014) και Rock nroll consciousness (2017). Επίσης έπαιξε με τους Chelsea Light Moving, κυκλοφορώντας το 2013 τον ομώνυμο δίσκο.  Αν κάνεις το λάθος να ψάξεις πόσους πειραματικούς και αυτοσχεδιαστικούς δίσκους έχει βγάλει ή πόσες συμμετοχές μετράει σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών και complilations, θα χάσεις τη μπάλα. Όσον αφορά τους solo δίσκους του, για το τέλος άφησα το πολυαγαπημένο μου Psychic hearts (1995).


    Το να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις, δεν έχει καμία σχέση με το πόσα ξέρεις αλλά με το πόσα θέλεις. Ο Thurston δεν ακολούθησε κανένα ρεύμα, αλλά έφτιαξε ένα δικό του με υλικά τη βρώμικη Νέα Υόρκη και ένα ευρύ ηχητικό φάσμα όπου στη μία άκρη του υπάρχει ο στριφνός θόρυβος, στο άλλο ο λυρισμός, στη μέση χιλιάδες παραλλαγές και στα χέρια του μια κακομεταχειρισμένη Fender Jaguar. Δεν ακολούθησε το σίγουρο δρόμο της απλότητας του rock nroll και χρειάζεται προσπάθεια για να μπεις στο μουσικό κόσμο που έχει χτίσει. Τα radio friendly hits τον άφησαν παγερά αδιάφορο γι΄ αυτό άλλωστε τα charts δεν τον δικαίωσαν ποτέ. Η ιστορία όμως μιλά από μόνη της.


Οι ακροάσεις της εκάστοτε καινούργιας δουλειάς του Thurston φέρνουν αναπόφευκτα την όρεξη για την επαφή με το δισκογραφικό του παρελθόν, εντός και εκτός SY. Η καταληκτική σκέψη είναι πάντοτε η ίδια: Ο Thurston Moore στην Αμερική και ο Kevin Shields στην Αγγλία απέδειξαν με θράσος ότι τα powerchords δεν είναι ο μόνος δρόμος για το rock 'n' roll.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου